- ἀέναα
- ἀ̱έναα , ἀέναοςever-flowingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] … Dictionary of Greek
αειρέεθρος — ἀειρέεθρος, ον (Μ) όποιος αέναα, διαρκώς ρέει (πρβλ. αέναος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥέεθρον, συνηρ. ῥεῖθρον (ρεύμα, ροή ποταμού) < ῥέω] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek